- αερσίμαχος
- ἀερσίμαχος, -ον (Α)αυτός που υποκινεί σε μάχη, που τήν προκαλεί.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἀερσι- (< ἀείρω Ι) + μάχη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀερσιμάχους — ἀερσίμαχος rousing the fight masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αίρω — Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Οινωπίωνα, βασιλιά της Χίου και πρώτου οικιστή του νησιού, σύζυγος του Ωρίωνα και μητέρα του Χίου, που έδωσε το όνομά του στο νησί Οφιούσα. * * * (Α αἴρω και ποιητ. ἀείρω) 1. σηκώνω, υψώνω 2. σηκώνω κάτι και τό κρατώ… … Dictionary of Greek